-
1 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
2 бассейн
бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη* * *м1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενήпла́вательный бассе́йн — η πισίνα
закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα
2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη -
3 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
4 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
5 заседание
η συνεδρίασ/η, η συνέλευση, το συμßoύλιo,(coбpaниe) η συγκέντρωση, η σύναψη, (совещание) η συνδιάσκεψηпереносить - μεταφέρω/μεταβάλλω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заседание
-
6 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
7 кривая
η καμπύλ/ηаппроксимиро-вать - ую отрезками прямой υπολογίζω το μήκος της - ης με μικρές ευθείεςнепрерывная - см. сплошная -сигмоидальная мат. - σιγμοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривая
-
8 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
-
9 окрестность
1. мат. η περιοχή 2. (местность) τα πέριξ, τα περίχωρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окрестность
-
10 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
11 рамка
1. (небольшая рама) το κάδρο, το πλαίσιο, η κορνίζα 2. (рамочная антенна) η πλαισιοκεραίαη κεραία σχήματος θηλειάςη κλειστή κεραία3. (электроизмерительного прибора) το πηνίοкопировальная - кфт. το πλαίσιο εκτύπωσης4. -й (пределы, границы) τα όριατα πλαίσιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рамка
-
12 склад
(помещение) η αποθήκηразрешение таможни на выдачу груза со - а τελωνειακή έγκριση/άδεια για παράδοση του φορτίου από την -грузовой - των φορτίων/εμπορευμάτων- пиломатериалов - ξυλείας, η ξυλαποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склад
-
13 тара
η συσκευασί/ατο εμπορευματοκιβώτιο, το απόβαροвлагонепроницаемая - υδατοστεγανή -, υδατοστεγής -возвратная - επιστρεφόμενη -, επαναχρησιμοποιούμενη --охранная (для транспортировки радиоактивных веществ) - μεταφοράς ραδιενεργών (υλικών)пыленепроницаемая - κονεοστεγανή/κονεοστεγής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тара
-
14 торги
η δημοπρασία, οι διαπραυματεύ-σειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торги
-
15 хранилище
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хранилище
-
16 закрытый
закры||тый1. прич. от закрыть·2. прил в разн. знач. κλειστός, κλεισμένος; \закрытыйтая машина τό κλειστό αὐτοκίνητο· \закрытыйтое платье τό κλειστό φόρεμα· \закрытыйтое заседание (собрание) ἡ κλειστή συνεδρίαση· \закрытыйтое письмо́ τό κλειστό γράμμά \закрытыйтое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· ◊ при \закрытыйтых дверях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν с \закрытыйтыми глазами μέ κλειστά μάτια. -
17 hair
[heə] 1. noun1) (one of the mass of thread-like objects that grow from the skin: He brushed the dog's hairs off his jacket.) τρίχα2) (the mass of these, especially on a person's head: He's got brown hair.) μαλλιά•- - haired- hairy
- hairiness
- hair's-breadth
- hair-breadth
- hairbrush
- haircut
- hair-do
- hairdresser
- hairdressing
- hair-drier
- hairline
- hair-oil
- hairpin 2. adjective((of a bend in a road) sharp and U-shaped, especially on a mountain or a hill.) κλειστή στροφή(σαν φουρκέτα)- hairstyle
- keep one's hair on
- let one's hair down
- make someone's hair stand on end
- make hair stand on end
- not to turn a hair
- turn a hair
- split hairs
- tear one's hair -
18 вернисаж
-а α.κλειστή εξέταση εκθεμάτων καλλιτεχνικής έκθεσης. -
19 заседание
-я ουδ.συνεδρίαση•судебное -συνεδρίαση δικαστηρίου•
закрытое, открытое заседание κλειστή, ανοιχτή συνεδρίαση.
См. также в других словарях:
κλειστῇ — κλειστός that can be shut fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστή — κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προποντίδα — Κλειστή θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, που μοιάζει με λίμνη. Έχει επιφάνεια 12.000 τ. χλμ. και με δυο μεγάλους πορθμούς τον Βόσπορο και τον Ελλήσποντο, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο πέλαγος,… … Dictionary of Greek
κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
περιφέρεια — Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος. * * * η, ΝΜΑ [περιφερής] 1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek